μούντζωμα

μούντζωμα
και μούτζωμα, το (Μ μούντζωμα και μούζωμα) [μουντζώνω]
νεοελλ.
1. το να μουντζώνει κάποιος, το να κάνει υβριστική χειρονομία με ανοιχτή την παλάμη και τεντωμένα τα δάχτυλα, φασκέλωμα
2. μτφ. εγκατάλειψη λόγω περιφρόνησης
μσν.
μαυρίλα, μουντζούρα.

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем решить контрольную работу

Look at other dictionaries:

  • μούντζωμα — το το να κάνει κάποιος μούντζες, να φασκελώνει: Άρχισαν στα μουντζώματα τον εργοστασιάρχη μόλις μίλησε για απολύσεις …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • μούτζωμα — το βλ. μούντζωμα …   Dictionary of Greek

  • φασκέλωμα — το, ατος μούντζωμα …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”